ἰσοβαρεῖς

ἰσοβαρεῖς
ἰσοβαρέω
to be of equal weight
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
ἰσοβαρής
of equal weight
masc/fem acc pl
ἰσοβαρής
of equal weight
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ισοβαρείς καμπύλες — Καμπύλες που προκύπτουν αν στον μετεωρολογικό χάρτη ενώσουμε όλους του τόπους που παρουσιάζουν την ίδια βαρομετρική τάση (δηλαδή την ίδια μεταβολή της ατμοσφαιρικής πίεσης) κατά την ίδια ώρα. Η βαρομετρική τάση υπολογίζεται ανά τρίωρο και… …   Dictionary of Greek

  • βαροβαθμίδα — Η ελάττωση της πίεσης σε διεύθυνση κάθετη προς τις ισοβαρείς ανά μονάδα απόστασης. Οι διαφορές των πιέσεων σε ένα οριζόντιο επίπεδο έχουν μεγάλη σημασία από μετεωρολογική άποψη, γιατί είναι στενά συνδεδεμένες με τις οριζόντιες μετακινήσεις του… …   Dictionary of Greek

  • ισοβαρής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει το ίδιο βάρος: Ισοβαρή σώματα. – Ισοβαρείς πυρήνες. 2. αυτός που έχει την ίδια βαρομετρική πίεση: Ισοβαρείς επιφάνειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεωστροφικός — ή, ό αυτός που κινείται κατά παράλληλη διεύθυνση προς τις ισοβαρείς γραμμές ενός περιστρεφόμενου συστήματος, όπως είναι η γη …   Dictionary of Greek

  • ισοβαρής — ές (Α ἰσοβαρής, ές) αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ίδια βαρομετρική πίεση με άλλον 2. φρ. «ισοβαρείς καμπύλες» οι καμπύλες γραμμές πάνω σε μετεωρολογικούς χάρτες, οι οποίες ενώνουν τους τόπους που έχουν την… …   Dictionary of Greek

  • ισοζυγισμός — ὁ (για ιπποδρομίες) η επιβάρυνση τών ισχυρότερων ίππων με πρόσθετα βάρη, ώστε να είναι όλοι ισοβαρείς και να έχουν όλοι τις ίδιες προϋποθέσεις επιτυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. handicap] …   Dictionary of Greek

  • ισοζυγιστής — ό (για ιπποδρομίες) αυτός που προσδιορίζει τα πρόσθετα βάρη τα οποία πρέπει να έχει καθένας από τους ίππους ώστε να είναι όλοι ισοβαρείς και να έχουν τις ίδιες προϋποθέσεις επιτυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. handicapper] …   Dictionary of Greek

  • ισοπαχής — ές (Α ἰσοπαχής, ές) ίσος κατά το πάχος ή την πυκνότητα με άλλον (νεολλ.) φρ. (μετεωρ.) «ισοπαχείς γραμμές ή καμπύλες» γραμμές πάνω σε μετεωρολογικό χάρτη που συνδέουν όλους τους τόπους πάνω από τους οποίους το πάχος ενός στρώματος τής ατμόσφαιρας …   Dictionary of Greek

  • κυκλώνας — Σύστημα που συνδυάζει χαμηλές πιέσεις και ισχυρούς ανέμους. Αντίθετης μορφής είναι οι καλούμενοι αντικυκλώνες ή υφέσεις, που αποτελούνται από υψηλές πιέσεις και ανέμους σχετικά μικρής έντασης. Οι κ. αποτελούν μια βίαιη ατμοσφαιρική διατάραξη… …   Dictionary of Greek

  • άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”